Η Ανοσολογία είναι θεμελιώδης τομέας της Ιατρικής. H πλειοψηφία των νοσημάτων είναι αποτέλεσμα ελλειμμάτων ή διαταραχών του ανοσοποιητικού συστήματος και της ισορροπίας, που αυτό προσπαθεί να επιτύχει για την επιβίωσή του στο ξένο και συχνά εχθρικό περιβάλλον. Η Κλινική Ανοσολογία αξιοποιεί τα δεδομένα της Βασικής Ανοσολογίας για την ακριβέστερη διάγνωση και αιτιολογική θεραπεία των νοσημάτων. Ακόμη, η Ανοσολογία στηρίζει βασικό τομέα της Προληπτικής Ιατρικής με εξέχον παράδειγμα τους εμβολιασμούς. Η σύνδεση Βασικής και Κλινικής Ανοσολογίας είναι από τα παραδείγματα εφαρμογής της έκφρασης «από το εργαστήριο δίπλα στην κλίνη του ασθενούς και από τον ασθενή πίσω στο εργαστήριο» - “from bench to bedside & back again”.
Το πεδίο των Πρωτοπαθών Ανοσοανεπαρκειών αποτελεί τον πυρήνα της Παιδιατρικής Ανοσολογίας. «Γεννήθηκε» στις αρχές της δεκαετίας του 1950, αλλά παραμένει σε παιδική ηλικία με μεγάλες προοπτικές ανάπτυξης. Σήμερα, ο παλιός ορισμός των Πρωτοπαθών Ανοσοανεπαρκειών που αφορούσε σε σπάνια ενδογενή ελλείμματα που οδηγούν σε πολλαπλές, υποτροπιάζουσες, ευκαιριακές και θανατηφόρες λοιμώξεις στη νηπιακή ηλικία έχει αναθεωρηθεί. Ως Πρωτοπαθής Ανοσοανεπάρκεια ορίζεται η νόσος που είναι αποτέλεσμα αδυναμίας του ανοσιακού συστήματος να επιτύχει, μέσω αυτοπεριοριζόμενων μηχανισμών, την άμυνα του ξενιστή έναντι ζώντων και ανόργανων στοιχείων του περιβάλλοντος (λοιμώξεων ή όχι), με παράλληλη διατήρηση της ανοχής στα δικά του στοιχεία.
Η μελέτη και αναγνώριση των ΠΑΑ εξηγούν την ανοσιακή λειτουργία “invivo”, συμβάλλουν στην ανάπτυξη της Ιατρικής Επιστήμης και προάγουν την έρευνα για ανοσοκαταστολή, ανοσοτροποποίηση και νέες, καταλληλότερες ανοσοθεραπείες. Επιπλέον, η εκπαίδευση στην Παιδιατρική Ανοσολογία θα συμβάλλει στην επιστημονική ιατρική σκέψη και το σημαντικότερο στην έγκαιρη διάγνωση των ασθενών με νοσήματα του ανοσοποιητικού συστήματος με συνέπεια σωστότερη περίθαλψη και την αποτελεσματικότερη, ακριβέστερη - προσωποποιημένη θεραπεία τους.